„κακόφημος“ κακόφημος [kaˈkofimos], κακόφημη, κακόφημοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verrufen, anrüchig verrufen, anrüchig κακόφημος κακόφημος