κακοφημισμένος
[kakofimizˈmenos], κακοφημισμένη, κακοφημισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschrienκακοφημισμένοςκακοφημισμένος
Thank you for your feedback!