„κακοτυχία“: θηλυκό κακοτυχία [kakotiˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unglück, Pech Unglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακοτυχία Pechουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακοτυχία κακοτυχία