κακοπληρωμένος
[kakopliroˈmenos], κακοπληρωμένη, κακοπληρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schlecht bezahlt, unterbezahltκακοπληρωμένοςκακοπληρωμένος
Thank you for your feedback!