„κακοντυμένος“ κακοντυμένος [kakondimenos], κακοντυμένη, κακοντυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schlecht angezogen schlecht angezogen κακοντυμένος κακοντυμένος