„κακοδιοίκηση“: θηλυκό κακοδιοίκηση [kakoðiˈikjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Misswirtschaft Misswirtschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f κακοδιοίκηση κακοδιοίκηση