„κακοδικία“: θηλυκό κακοδικία [kakoðiˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fehlurteil Fehlurteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακοδικία κακοδικία