κακογουστιά
[kakoɣusˈtja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schlechter Geschmackαρσενικό | Maskulinum, männlich mκακογουστιάKitschαρσενικό | Maskulinum, männlich mκακογουστιάκακογουστιά