„κακοβουλία“: θηλυκό κακοβουλία [kakovuˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Böswilligkeit Böswilligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f κακοβουλία κακοβουλία