„κακέκτυπο“: ουδέτερο κακέκτυπο [kaˈkjektipo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abklatsch Abklatschαρσενικό | Maskulinum, männlich m κακέκτυπο κακέκτυπο