καθομιλούμενος
[kaθomiˈlumenos], καθομιλούμενη, καθομιλούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- umgangssprachlichκαθομιλούμενοςκαθομιλούμενος
Thank you for your feedback!