„καθολικός“: επίθετο, ως επίθετο καθολικός [kaθoliˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, καθολική, καθολικό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) katholisch katholisch καθολικός θρήσκευμα καθολικός θρήσκευμα examples καθολική γενίκευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Pauschalurteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n καθολική γενίκευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f καθολικό δικαίωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψήφου das allgemeine Wahlrecht καθολικό δικαίωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψήφου „καθολικός“: αρσενικό και θηλυκό καθολικός [kaθoliˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Katholik Katholikαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f καθολικός καθολικός