„καθησύχαση“: θηλυκό καθησύχαση [kaθiˈsixasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beruhigung Beruhigungθηλυκό | Femininum, weiblich f καθησύχαση καθησύχαση