καθετηριασμός
[kaθetiriazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sondierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθετηριασμός ιατρική | Medizinιατρκαθετηριασμός ιατρική | Medizinιατρ