„καθαρτήριο“: ουδέτερο καθαρτήριο [kaθarˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fegefeuer Fegefeuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n καθαρτήριο καθαρτήριο