καθαριότητα
[kaθariˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sauberkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαριότηταReinlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαριότητακαθαριότητα