καθαίρεση
[kaˈθeresi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Absetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαίρεσηκαθαίρεση
- Degradierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθαίρεση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκαθαίρεση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ