„καθίσταμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα καθίσταμαι [kaˈθistame]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) werden werden καθίσταμαι γίνομαι καθίσταμαι γίνομαι examples καθίσταται Πρόεδρος er wird President καθίσταται Πρόεδρος