„καθήκον“: ουδέτερο καθήκον [kaˈθikon]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -οντος; πληθυντικός | Pluralpl; -οντα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pflicht, Aufgabe Pflichtθηλυκό | Femininum, weiblich f καθήκον Aufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f καθήκον καθήκον examples κάνω το καθήκον μου seine Pflicht tun κάνω το καθήκον μου