καθέλκυση
[kaˈθelkjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stapellaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαθέλκυση ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτκαθέλκυση ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ