„καημένος“ καημένος [kaiˈmenos], καημένη, καημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) arm, ärmste, bedauernswert arm, ärmste, bedauernswert καημένος καημένος examples την καημένη! die Arme!, die Ärmste! την καημένη!