„καγκελαρία“: θηλυκό καγκελαρία [kaŋgjelaˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kanzleramt Kanzleramtουδέτερο | Neutrum, sächlich n καγκελαρία καγκελαρία