„καβουρδιστός“ καβουρδιστός [kavurðisˈtos], καβουρδιστή, καβουρδιστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geröstet, gebrannt geröstet καβουρδιστός καφές καβουρδιστός καφές gebrannt καβουρδιστός αμύγδαλα καβουρδιστός αμύγδαλα