καβουρδίζω
[kavurˈðizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- anbratenκαβουρδίζω κρέαςκαβουρδίζω κρέας
- röstenκαβουρδίζω καφέκαβουρδίζω καφέ
- brennenκαβουρδίζω αμύγδαλακαβουρδίζω αμύγδαλα
examples
- καβουρδισμένα αμύγδαλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplgebrannte Mandelnπληθυντικός | Plural pl