„κίονας“: αρσενικό κίονας [ˈkjionas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Säule Säuleθηλυκό | Femininum, weiblich f κίονας αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ κίονας αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ