„κήρυγμα“: ουδέτερο κήρυγμα [ˈkjiriɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Predigt Predigtθηλυκό | Femininum, weiblich f κήρυγμα κήρυγμα