κήλη
[ˈkjili]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Leistenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκήλη ιατρική | MedizinιατρHernieθηλυκό | Femininum, weiblich fκήλη ιατρική | Medizinιατρκήλη ιατρική | Medizinιατρ