κέρσορας
[ˈkjersoras]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Cursorαρσενικό | Maskulinum, männlich mκέρσοραςκέρσορας
examples
- κέρσορας ποντικιού ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υMauscursorαρσενικό | Maskulinum, männlich m