„κέντημα“: ουδέτερο κέντημα [ˈkjendima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sticken, Stickerei Stickenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κέντημα πράξη κέντημα πράξη Stickereiθηλυκό | Femininum, weiblich f κέντημα εργόχειρο κέντημα εργόχειρο