„Κένταυρος“: αρσενικό Κένταυρος [ˈkjendavros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zentaur Zentaurαρσενικό | Maskulinum, männlich m Κένταυρος μυθολογία | Mythologieμυθ Κένταυρος μυθολογία | Mythologieμυθ