„κέλυφος“: ουδέτερο κέλυφος [ˈkjeliˈfos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schneckenhaus examples κέλυφος σαλιγκαριού Schneckenhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n κέλυφος σαλιγκαριού