κάψιμο
[ˈkapsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Brennenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκάψιμοκάψιμο
- Verbrennungθηλυκό | Femininum, weiblich fκάψιμο έγκαυμακάψιμο έγκαυμα
- Brandfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάψιμο πληγήκάψιμο πληγή
examples
- κάψιμο θάμνωνBrandrodungθηλυκό | Femininum, weiblich f