„κάτοψη“: θηλυκό κάτοψη [ˈkatopsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Grundriss Grundrissαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάτοψη αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ κάτοψη αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ