κάτουρο
[ˈkaturo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Pisseθηλυκό | Femininum, weiblich fκάτουρο συχνάπληθυντικός | Plural pl οικείο | umgangssprachlichοικκάτουρο συχνάπληθυντικός | Plural pl οικείο | umgangssprachlichοικ