„κάππαρη“: θηλυκό κάππαρη [ˈkapari]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kapern Kapernπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl κάππαρη καρπός κάππαρη καρπός