„κάπου“: επίρρημα κάπου [ˈkapu]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) irgendwo, irgendwohin, ungefähr irgendwo κάπου σε κάποιο μέρος κάπου σε κάποιο μέρος irgendwohin κάπου προς κάποιο μέρος κάπου προς κάποιο μέρος ungefähr κάπου περίπου κάπου περίπου examples κάπου αλλού anderswo(hin) κάπου αλλού κάπου-κάπου ab und zu κάπου-κάπου