κάμψη
[ˈkampsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Biegungθηλυκό | Femininum, weiblich fκάμψη γενκάμψη γεν
- Beugungθηλυκό | Femininum, weiblich fκάμψη του σώματοςκάμψη του σώματος
- Rückgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάμψη απόδοσης εμπόριο | Handelεμπκάμψη απόδοσης εμπόριο | Handelεμπ
- Liegestützαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάμψη γυμναστικήκάμψη γυμναστική