„κάμπος“: αρσενικό κάμπος [ˈkambos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tiefebene, Flachland Tiefebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f κάμπος Flachlandουδέτερο | Neutrum, sächlich n κάμπος κάμπος