κάμπινγκ
[ˈkampiŋ(g)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Campingplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάμπινγκκάμπινγκ
- Campingουδέτερο | Neutrum, sächlich nκάμπινγκ δραστηριότητακάμπινγκ δραστηριότητα