„κάμαρα“: θηλυκό κάμαρα [ˈkamara]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zimmer, Kammer Zimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n κάμαρα Kammerθηλυκό | Femininum, weiblich f κάμαρα κάμαρα