κάλμα
[ˈkalma]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Windstilleθηλυκό | Femininum, weiblich fκάλμακάλμα
- Flauteθηλυκό | Femininum, weiblich fκάλμα εμπόριο | Handelεμπκάλμα εμπόριο | Handelεμπ