„κάκαδο“: ουδέτερο κάκαδο [ˈkakaðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schorf Schorfαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάκαδο ιατρική | Medizinιατρ κάκαδο ιατρική | Medizinιατρ