κάβα
[ˈkava]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Getränkemarktαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάβα κατάστημα ποτώνκάβα κατάστημα ποτών
- Weinkellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάβα ιδιωτική συλλογήκάβα ιδιωτική συλλογή