„ιχνοστοιχείο“: ουδέτερο ιχνοστοιχείο [ixnostiˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spurenelement Spurenelementουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιχνοστοιχείο ιχνοστοιχείο