„ιχθυοπωλείο“: ουδέτερο ιχθυοπωλείο [ixθiopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fischhandlung Fischhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f ιχθυοπωλείο ιχθυοπωλείο