„ιχθυοκαλλιέργεια“: θηλυκό ιχθυοκαλλιέργεια [ixθiokalˈierjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fischfarm Fischfarmθηλυκό | Femininum, weiblich f ιχθυοκαλλιέργεια ιχθυοκαλλιέργεια