„ισόπεδος“ ισόπεδος [iˈsopeðos], ισόπεδη, ισόπεδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eben, gleich hoch eben, gleich hoch ισόπεδος ισόπεδος