„ισχύω“: αμετάβατο ρήμα ισχύω [iˈsçio]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gelten, in Kraft sein, gültig sein gelten ισχύω ισχύω in Kraft sein, gültig sein ισχύω νόμος ισχύω νόμος