„ισχυρογνωμοσύνη“: θηλυκό ισχυρογνωμοσύνη [isçiroɣnomoˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Starrsinn, Sturheit Starrsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m ισχυρογνωμοσύνη Sturheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ισχυρογνωμοσύνη ισχυρογνωμοσύνη