„ισχυρισμός“: αρσενικό ισχυρισμός [isçirizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Behauptung Behauptungθηλυκό | Femininum, weiblich f ισχυρισμός ισχυρισμός